τηλεκλητός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηλεκλητός:''' -όν, αυτός που καλείται από [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τηλεκλητός:''' -όν, αυτός που καλείται από [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηλεκλητός:''' призванный издалека (ἐπίκουροι Hom. - v. l. [[τηλεκλειτός]]).
}}
}}

Revision as of 04:48, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1106] weither gerufen, aus der Ferne zu Hülfe gerufen, v. l. für das Vorige, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
appelé de loin au secours.
Étymologie: τῆλε, καλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. τηλεκλειτός.

Greek Monotonic

τηλεκλητός: -όν, αυτός που καλείται από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τηλεκλητός: призванный издалека (ἐπίκουροι Hom. - v. l. τηλεκλειτός).