πάγεν: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάγεν:''' Επικ. αντί <i>ἐπάγησαν</i>, γʹ πληθ. μτχ. αορ. βʹ του [[πήγνυμι]].
|lsmtext='''πάγεν:''' Επικ. αντί <i>ἐπάγησαν</i>, γʹ πληθ. μτχ. αορ. βʹ του [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''πάγεν:''' эп. (= ἐπάγησαν) 3 л. pl. aor. pass. к [[πήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πάγεν: γ΄ πληθ. τοῦ παθ. ἀορ. β΄ τοῦ πήγνυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de πήγνυμι.

English (Autenrieth)

see πήγνῦμι.

Greek Monotonic

πάγεν: Επικ. αντί ἐπάγησαν, γʹ πληθ. μτχ. αορ. βʹ του πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

πάγεν: эп. (= ἐπάγησαν) 3 л. pl. aor. pass. к πήγνυμι.