ἤια: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(4) |
(2b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἤια:''' Ιων. αντί [[ᾔειν]], παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).<br /><b class="num">• ἤια:</b> συνηρ. <i>ᾖα</i>, <i>τά</i>, προμήθειες για [[ταξίδι]], ζωοτροφές, Επικ. [[λέξη]] για τα [[ἐφόδια]], Λατ. [[viaticum]], σε Όμηρ.· γενικά, <i>λύκων ἤια</i>, [[τροφή]], [[βορά]] για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἤια:''' Ιων. αντί [[ᾔειν]], παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).<br /><b class="num">• ἤια:</b> συνηρ. <i>ᾖα</i>, <i>τά</i>, προμήθειες για [[ταξίδι]], ζωοτροφές, Επικ. [[λέξη]] για τα [[ἐφόδια]], Λατ. [[viaticum]], σε Όμηρ.· γενικά, <i>λύκων ἤια</i>, [[τροφή]], [[βορά]] για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἤῐα:''' <b class="num">III</b> τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).<br />ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> съестные припасы на дорогу, дорожный запас пищи: ἤ. [[νηός]] Hom. продовольственные запасы корабля;<br /><b class="num">2)</b> пища, добыча (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἤια: συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ ταξείδιον, ζωοτροφίαι, Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἐφόδια, Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - καθόλου, ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ ἄνεμος... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον ἤιον, μετὰ τῆς ἑρμηνείας: παρειά, γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. τύπος δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.
Greek Monotonic
ἤια: Ιων. αντί ᾔειν, παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).
• ἤια: συνηρ. ᾖα, τά, προμήθειες για ταξίδι, ζωοτροφές, Επικ. λέξη για τα ἐφόδια, Λατ. viaticum, σε Όμηρ.· γενικά, λύκων ἤια, τροφή, βορά για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἤῐα: III τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).
ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. εἶμι
1) съестные припасы на дорогу, дорожный запас пищи: ἤ. νηός Hom. продовольственные запасы корабля;
2) пища, добыча (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.).