διερέσσω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διερέσσω:''' μέλ. <i>-ερέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήρεσα</i>, ποιητ. <i>-ήρεσσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κωπηλατώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, <i>χερσὶ δ</i>., [[κολυμπώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., δ. [[τὰς]] [[χέρας]], τα [[κουνώ]] προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.
|lsmtext='''διερέσσω:''' μέλ. <i>-ερέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήρεσα</i>, ποιητ. <i>-ήρεσσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κωπηλατώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, <i>χερσὶ δ</i>., [[κολυμπώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., δ. [[τὰς]] [[χέρας]], τα [[κουνώ]] προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διερέσσω:''' (fut. διερέσω, aor. [[διήρεσα]] и διήρεσσα)<br /><b class="num">1)</b> загребать, грести ([[χερσί]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> размахивать (δαλοῖσι Eur.).
}}
}}