τοὔτερον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοὔτερον:''' I ων. [[κράση]] αντί <i>τὸ ἕτερον</i>.
|lsmtext='''τοὔτερον:''' I ων. [[κράση]] αντί <i>τὸ ἕτερον</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''τοὔτερον:''' ион. in crasi = τὸ ἕτερον.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1132] zsgzgn aus τὸ ἕτερον, Her.

Greek (Liddell-Scott)

τοὔτερον: κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἕτερον, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

Α
κράση αντί τo ἕτερον.

Greek Monotonic

τοὔτερον: I ων. κράση αντί τὸ ἕτερον.

Russian (Dvoretsky)

τοὔτερον: ион. in crasi = τὸ ἕτερον.