δοξόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(4)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοξόομαι:''' παρακ. <i>δεδόξωμαι</i> — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι [[τέτοιος]], με απαρ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δοξόομαι:''' παρακ. <i>δεδόξωμαι</i> — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι [[τέτοιος]], με απαρ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοξόομαι:''' считаться, слыть (ἐδοξώθη - v. l. ἐδοξώσθη - εἶναι ἀνὴρ σοφώτατος Her.).
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 657] pass., im Rufe stehen, mit folgdm inf., Her. 7, 135. 8, 124. 9, 47.

Spanish (DGE)

1 tener fama de δεδόξωσθε ... ἄνδρες εἶναι ἀγαθοί Hdt.7.135, ἐδοξώθη εἶναι ἀνὴρ ... σοφώτατος Hdt.8.124, cf. 9.48.
2 imaginarse δοξοῦσθαι· κατοπτρίζεσθαι. φαντάζεσθαι Hsch.

Greek Monotonic

δοξόομαι: παρακ. δεδόξωμαι — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι τέτοιος, με απαρ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δοξόομαι: считаться, слыть (ἐδοξώθη - v. l. ἐδοξώσθη - εἶναι ἀνὴρ σοφώτατος Her.).