αὐτοτραγικός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(3) |
(1b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτοτρᾰγικός:''' -ή, -όν, εξ ολοκλήρου [[τραγικός]], σε Δημ. | |lsmtext='''αὐτοτρᾰγικός:''' -ή, -όν, εξ ολοκλήρου [[τραγικός]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοτρᾰγικός:''' ирон. истинно-трагический, театральный ([[πίθηκος]] Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que es totalmente trágico πίθηκος D.18.242.
Greek Monotonic
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, εξ ολοκλήρου τραγικός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοτρᾰγικός: ирон. истинно-трагический, театральный (πίθηκος Dem.).