3,273,446
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτρεστος:''' -ον ([[τρέω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], Λατ. [[intrepidus]], σε Τραγ.· με γεν., [[ἄτρεστος]] μάχας, [[άφοβος]] στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· ομοίως, [[ἄτρεστος]] ἐν μάχαις, σε Σοφ.· [[ἄτρεστος]] εὕδειν, με [[ασφάλεια]], στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. <i>ἄτρεστα</i> ως επίρρ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄτρεστος:''' -ον ([[τρέω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], Λατ. [[intrepidus]], σε Τραγ.· με γεν., [[ἄτρεστος]] μάχας, [[άφοβος]] στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· ομοίως, [[ἄτρεστος]] ἐν μάχαις, σε Σοφ.· [[ἄτρεστος]] εὕδειν, με [[ασφάλεια]], στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. <i>ἄτρεστα</i> ως επίρρ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτρεστος:''' бестрепетный, бесстрашный ([[καρδία]] Aesch.; μάχης Aesch. и ἐν μάχαις Soph.; ἀτειρὴς καὶ ἄ. Plat.). | |||
}} | }} |