3,274,159
edits
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄτρεστος]], -ον (Α) [[τρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τρέμει, [[άτρομος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄτρεστον</i> ή <i>ἄτρεστα</i><br />άφοβα. | |mltxt=[[ἄτρεστος]], -ον (Α) [[τρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τρέμει, [[άτρομος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄτρεστον</i> ή <i>ἄτρεστα</i><br />άφοβα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄτρεστος:''' -ον ([[τρέω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], Λατ. [[intrepidus]], σε Τραγ.· με γεν., [[ἄτρεστος]] μάχας, [[άφοβος]] στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· ομοίως, [[ἄτρεστος]] ἐν μάχαις, σε Σοφ.· [[ἄτρεστος]] εὕδειν, με [[ασφάλεια]], στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. <i>ἄτρεστα</i> ως επίρρ., σε Ευρ. | |||
}} | }} |