Anonymous

ἄτρεστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄτρεστος]], -ον (Α) [[τρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τρέμει, [[άτρομος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄτρεστον</i> ή <i>ἄτρεστα</i><br />άφοβα.
|mltxt=[[ἄτρεστος]], -ον (Α) [[τρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τρέμει, [[άτρομος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄτρεστον</i> ή <i>ἄτρεστα</i><br />άφοβα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτρεστος:''' -ον ([[τρέω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], Λατ. [[intrepidus]], σε Τραγ.· με γεν., [[ἄτρεστος]] μάχας, [[άφοβος]] στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· ομοίως, [[ἄτρεστος]] ἐν μάχαις, σε Σοφ.· [[ἄτρεστος]] εὕδειν, με [[ασφάλεια]], στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. <i>ἄτρεστα</i> ως επίρρ., σε Ευρ.
}}
}}