Anonymous

ἄτρεστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτρεστος:''' -ον ([[τρέω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], Λατ. [[intrepidus]], σε Τραγ.· με γεν., [[ἄτρεστος]] μάχας, [[άφοβος]] στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· ομοίως, [[ἄτρεστος]] ἐν μάχαις, σε Σοφ.· [[ἄτρεστος]] εὕδειν, με [[ασφάλεια]], στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. <i>ἄτρεστα</i> ως επίρρ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄτρεστος:''' -ον ([[τρέω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], Λατ. [[intrepidus]], σε Τραγ.· με γεν., [[ἄτρεστος]] μάχας, [[άφοβος]] στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· ομοίως, [[ἄτρεστος]] ἐν μάχαις, σε Σοφ.· [[ἄτρεστος]] εὕδειν, με [[ασφάλεια]], στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. <i>ἄτρεστα</i> ως επίρρ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτρεστος:''' бестрепетный, бесстрашный ([[καρδία]] Aesch.; μάχης Aesch. и ἐν μάχαις Soph.; ἀτειρὴς καὶ ἄ. Plat.).
}}
}}