ποτιβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτιβλέπω:''' Δωρ. αντί προσ-[[βλέπω]].
|lsmtext='''ποτιβλέπω:''' Δωρ. αντί προσ-[[βλέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτιβλέπω:''' дор. = [[προσβλέπω]].
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.

Greek Monolingual

και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].

Greek Monotonic

ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.