ἀπαμελέομαι: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(3)
(1)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰμελέομαι:''' ([[ἀμελέω]]), Παθ., είμαι εντελώς παραμελημένος ή εγκαταλελειμμένος, Παθ. μτχ. <i>ἀπημελημένος</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀπᾰμελέομαι:''' ([[ἀμελέω]]), Παθ., είμαι εντελώς παραμελημένος ή εγκαταλελειμμένος, Παθ. μτχ. <i>ἀπημελημένος</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰμελέομαι:''' быть в пренебрежении, быть покинутым Her., Soph.
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰμελέομαι Medium diacritics: ἀπαμελέομαι Low diacritics: απαμελέομαι Capitals: ΑΠΑΜΕΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apameléomai Transliteration B: apameleomai Transliteration C: apameleomai Beta Code: a)pamele/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be neglected utterly, ἀπημελημένος Hdt.3.129,132, S.Ph.652.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰμελέομαι: παθ. ὅλως ἀμελοῦμαι, ἀπημελημένον… καὶ ῥάκεσι ἐσθημένον Ἡρόδ. 3. 129, 132, Σοφ. Φ. 652.

Greek Monotonic

ἀπᾰμελέομαι: (ἀμελέω), Παθ., είμαι εντελώς παραμελημένος ή εγκαταλελειμμένος, Παθ. μτχ. ἀπημελημένος, σε Ηρόδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰμελέομαι: быть в пренебрежении, быть покинутым Her., Soph.