ἄπυστος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπυστος:''' -ον ([[πυνθάνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο [[κανείς]] δεν άκουσε [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄπυστα φωνῶν</i>, μιλώντας χαμηλόφωνα ώστε να μην μπορεί [[κανένας]] να ακούσει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν έχει ακούσει ή πληροφορηθεί [[κάτι]], [[απληροφόρητος]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., στο ίδ.
|lsmtext='''ἄπυστος:''' -ον ([[πυνθάνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο [[κανείς]] δεν άκουσε [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄπυστα φωνῶν</i>, μιλώντας χαμηλόφωνα ώστε να μην μπορεί [[κανένας]] να ακούσει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν έχει ακούσει ή πληροφορηθεί [[κάτι]], [[απληροφόρητος]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπυστος:''' <b class="num">1)</b> не слыхавший, не знающий (μύθων Hom.): οὐδὲ δὴν [[ἦεν]] ἄ. [[Ζεύς]] Hom. Зевс недолго пребывал в неизвестности, т. е. скоро узнал (о происшедшем);<br /><b class="num">2)</b> о котором нет и слуху, безвестный ([[ἄϊστος]] ἄ. Hom.; ἀειδὴς καὶ ἄ. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> неслышный, невнятный (ἄπυστα φωνῶν Soph.).
}}
}}