ἄπυστος
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ἄπυστον,
A not heard of, ᾤχετ' ἄϊστος ἄ. Od.1.242, cf. Sapph. Supp.25.19, Opp.C.1.236.
2 of words, inaudible, ἄπυστα φωνῶν S.OC489.
II Act., without hearing or without learning a thing, οὐδὲ δὴν ἦεν ἄ. Ζεύς Od.5.127: c. gen., μύθων 4.675; κακῶν ἔτι πάμπαν ἀπύστω IG14.1389ii16.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de quien o de lo que no se tienen noticias, desconocido οἴχετ' ἄϊστος, ἄ. Od.1.242, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1175, ἴχνια Call.Cer.9, μυστήρια Man.4.64, cf. Parm.B 8.21, Emp.B 12.2, Opp.C.1.236.
2 que no se puede oír, inaudible c. gen. ἄπυστα φωνῶν S.OC 489.
II que no ha oído hablar, que ignora οὐδὲ δὴν ἦεν ἄ. Ζεύς Od.5.127, σὺ δ' οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἄ. δὴν ἔμεναι Call.Del.215, cf. Clem.Al.Paed.2.1.18, c. gen. μύθων Od.4.675, παιδός Call.Fr.611, κακῶν Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155A.16, τοῦ λόγου Clem.Al.Prot.10.100.2.
German (Pape)
[Seite 341] 1) von dem man nichts vernommen hat, οἴχετ' ἄιστος ἄπυστος Od. 1, 242; Soph. O. C. 490 ἄπ υστα φωνῶν; Axioch. 365 c. – 2) der nichts vernommen hat, ohne Nachricht, οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπ. Ζεύς Od. 5. 127; μύθων 4, 675; Opp. H. 2, 232.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 dont on n'a pas entendu parler;
2 qu'on ne doit pas ou qu'on ne peut pas entendre, mystérieux;
II. qui n'a pas entendu parler de, qui ignore, gén..
Étymologie: ἀ, πυνθάνομαι.
English (Autenrieth)
(πυνθάνομαι): pass., unheard of; ὤχετ' ἄιστος ἄπυστος, Od. 1.242; act., without hearing of; μύθων, Od. 4.675.
Greek Monolingual
ἄπυστος, -ον (Α) πυστός
1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι
2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί
3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος.
Greek Monotonic
ἄπυστος: -ον (πυνθάνομαι),
I. αυτός για τον οποίο κανείς δεν άκουσε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἄπυστα φωνῶν, μιλώντας χαμηλόφωνα ώστε να μην μπορεί κανένας να ακούσει, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν έχει ακούσει ή πληροφορηθεί κάτι, απληροφόρητος, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπυστος:
1 не слыхавший, не знающий (μύθων Hom.): οὐδὲ δὴν ἦεν ἄ. Ζεύς Hom. Зевс недолго пребывал в неизвестности, т. е. скоро узнал (о происшедшем);
2 о котором нет и слуху, безвестный (ἄϊστος ἄ. Hom.; ἀειδὴς καὶ ἄ. Plat.);
3 неслышный, невнятный (ἄπυστα φωνῶν Soph.).
Middle Liddell
πυνθάνομαι
I. not heard of, Od.: ἄπυστα φωνῶν speaking what none can hear, Soph.
II. act. without hearing or learning a thing, Od.; c. gen., Od.