Anonymous

ἄπυστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπυστος]], -ον (Α) [[πυστός]]<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί<br /><b>3.</b> αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε [[τίποτε]], [[απληροφόρητος]].
|mltxt=[[ἄπυστος]], -ον (Α) [[πυστός]]<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί<br /><b>3.</b> αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε [[τίποτε]], [[απληροφόρητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπυστος:''' -ον ([[πυνθάνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο [[κανείς]] δεν άκουσε [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄπυστα φωνῶν</i>, μιλώντας χαμηλόφωνα ώστε να μην μπορεί [[κανένας]] να ακούσει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν έχει ακούσει ή πληροφορηθεί [[κάτι]], [[απληροφόρητος]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., στο ίδ.
}}
}}