3,277,206
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπυστος]], -ον (Α) [[πυστός]]<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί<br /><b>3.</b> αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε [[τίποτε]], [[απληροφόρητος]]. | |mltxt=[[ἄπυστος]], -ον (Α) [[πυστός]]<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί<br /><b>3.</b> αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε [[τίποτε]], [[απληροφόρητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄπυστος:''' -ον ([[πυνθάνομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο [[κανείς]] δεν άκουσε [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄπυστα φωνῶν</i>, μιλώντας χαμηλόφωνα ώστε να μην μπορεί [[κανένας]] να ακούσει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν έχει ακούσει ή πληροφορηθεί [[κάτι]], [[απληροφόρητος]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., στο ίδ. | |||
}} | }} |