διανίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(3) |
(1b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διανίστᾰμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· [[στέκομαι]] σε [[απόσταση]], [[στέκομαι]] [[μακριά]] από, απομακρύνομαι, αποκόβομαι από, <i>τινος</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''διανίστᾰμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· [[στέκομαι]] σε [[απόσταση]], [[στέκομαι]] [[μακριά]] από, απομακρύνομαι, αποκόβομαι από, <i>τινος</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διανίστᾰμαι:''' (aor. [[διανέστην]], pf. διανέστηκα)<br /><b class="num">1)</b> подниматься, вставать ([[νύκτωρ]] Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> устремляться навстречу (ἐπὶ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> отклоняться, уклоняться: τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς Thuc. пожертвовав очевидными преимуществами. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
Greek Monotonic
διανίστᾰμαι: Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· στέκομαι σε απόσταση, στέκομαι μακριά από, απομακρύνομαι, αποκόβομαι από, τινος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διανίστᾰμαι: (aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)
1) подниматься, вставать (νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.);
2) устремляться навстречу (ἐπὶ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.);
3) отклоняться, уклоняться: τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς Thuc. пожертвовав очевидными преимуществами.