διασκέπτομαι: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκέπτομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[διασκοπέω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διασκέπτομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[διασκοπέω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκέπτομαι:''' <b class="num">1)</b> оглядываться, озираться (διασκεψάμενοι μὴ ὁρῶνται [[ὑπό]] τινος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> внимательно рассматривать (γράμματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. обдумывать (τι Plat. и περί τινος Arst.): δ. πρὸς ἑαυτόν Plat. размышлять, соображать; [[φέρε]] διασκεψώμεθα Eur. давай посмотрим.
}}
}}