διαρραίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαρραίνομαι:''' Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ. | |lsmtext='''διαρραίνομαι:''' Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαρραίνομαι:''' растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
διαρραίνομαι: παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).
Greek Monotonic
διαρραίνομαι: Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαρραίνομαι: растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).