διαρραίνομαι
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Russian (Dvoretsky)
διαρραίνομαι: растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
διαρραίνομαι: παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).
Greek Monotonic
διαρραίνομαι: Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.
Middle Liddell
Pass. to flow all ways, Soph.