δυσανάκλητος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσανάκλητος:''' -ον (ἀνακᾰλέω), αυτός που δύσκολα ανακαλείται, δύσκολα [[επανορθώσιμος]], αυτός που δεν μπορεί να κληθεί [[πίσω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσανάκλητος:''' -ον (ἀνακᾰλέω), αυτός που δύσκολα ανακαλείται, δύσκολα [[επανορθώσιμος]], αυτός που δεν μπορεί να κληθεί [[πίσω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσανάκλητος:''' <b class="num">1)</b> которого трудно созвать или собрать (οἱ σποράδες καὶ δυσανάκλητοι πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не поддающийся уговорам (δ. καὶ [[δυσπαρηγόρητος]] Plut.).
}}
}}