Anonymous

δυσανάκλητος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσανάκλητος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα τον συγκεντρώνει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[δυσθεράπευτος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του [[διάθεση]].
|mltxt=[[δυσανάκλητος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα τον συγκεντρώνει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[δυσθεράπευτος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του [[διάθεση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσανάκλητος:''' -ον (ἀνακᾰλέω), αυτός που δύσκολα ανακαλείται, δύσκολα [[επανορθώσιμος]], αυτός που δεν μπορεί να κληθεί [[πίσω]], σε Πλούτ.
}}
}}