ἐκχώννυμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(4)
(1ab)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκχώννῠμαι:''' παρακ. <i>-κέχωσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξεχώσθην</i> — Παθ., υψώνομαι πάνω σε [[ανάχωμα]] ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐκχώννῠμαι:''' παρακ. <i>-κέχωσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξεχώσθην</i> — Παθ., υψώνομαι πάνω σε [[ανάχωμα]] ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. -κέχωσμαι aor1 ἐξεχώσθην<br />Pass. to be [[raised]] on a [[bank]] or [[mound]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:45, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχώννῠμαι: παθ., ὑψοῦμαι δι’ ἐπισωρεύσεως χώματος, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ Ἡρόδ. 2. 138˙ μάλιστα ἡ ἐν Βουβάστι πόλις ἐξεχώσθη, ἐκτίσθη ἐπὶ ὑψηλοῦ χώματος, αὐτόθι 137. ΙΙ. ἐπὶ κόλπου θαλάσσης, πληρουμένου διὰ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, αὐτόθι 11.

Greek Monotonic

ἐκχώννῠμαι: παρακ. -κέχωσμαι, αόρ. αʹ ἐξεχώσθην — Παθ., υψώνομαι πάνω σε ανάχωμα ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

perf. -κέχωσμαι aor1 ἐξεχώσθην
Pass. to be raised on a bank or mound, Hdt.