ἐπικατάγομαι: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
(4) |
(2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικατάγομαι:''' Παθ., [[έρχομαι]] προς την [[ξηρά]] μαζί με ή [[μετά]] από, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπικατάγομαι:''' Παθ., [[έρχομαι]] προς την [[ξηρά]] μαζί με ή [[μετά]] από, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικατάγομαι:''' (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.). | |||
}} | }} |