ἐπικατάγομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(4)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικατάγομαι:''' Παθ., [[έρχομαι]] προς την [[ξηρά]] μαζί με ή [[μετά]] από, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπικατάγομαι:''' Παθ., [[έρχομαι]] προς την [[ξηρά]] μαζί με ή [[μετά]] από, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικατάγομαι:''' (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.).
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

Greek Monotonic

ἐπικατάγομαι: Παθ., έρχομαι προς την ξηρά μαζί με ή μετά από, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικατάγομαι: (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.).