ἔσχον: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔσχον:''' ἐσχόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του [[ἔχω]].
|lsmtext='''ἔσχον:''' ἐσχόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔσχον:''' aor. 2 к [[ἔχω]].
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔσχον: ἐσχόμην, ἴδε ἔχω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἔχω.

English (Autenrieth)

see ἔχω.

Greek Monotonic

ἔσχον: ἐσχόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔσχον: aor. 2 к ἔχω.