εὗρον: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(4)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὗρον:''' αόρ. βʹ του [[εὑρίσκω]]· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.
|lsmtext='''εὗρον:''' αόρ. βʹ του [[εὑρίσκω]]· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὗρον:''' aor. 2 к [[εὑρίσκω]].
}}
}}

Revision as of 21:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1094] aor. II. zu εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὗρον: ἴδε εὑρίσκω.

French (Bailly abrégé)

v. εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὗρον: αόρ. βʹ του εὑρίσκω· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.

Russian (Dvoretsky)

εὗρον: aor. 2 к εὑρίσκω.