ἰάομαι: Difference between revisions

1,155 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰάομαι:''' προστ. <i>ἰῶ</i>, μέλ. ἰάσομαι [ᾱ], Ιων. [[ἰήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἰᾱσάμην</i>, Ιων. [[ἰησάμην]] — Παθ., βλ. κατωτ. (<i>ῑᾱ</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[έπειτα]] επίσης <i>ῐ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>ἀδικίαν ἰᾶσθαι</i>, σε Ευρ.· παροιμ., <i>μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ</i>, δηλ. μην κάνεις το [[κακό]] χειρότερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αόρ. αʹ [[ἰάθην]] [ᾱ] [[πάντοτε]] Παθ., γιατρεύομαι, [[ανανήφω]], [[επανακάμπτω]], σε Ανδοκ., Κ.Δ.· ομοίως, παρακ. <i>ἴᾱμαι</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἰάομαι:''' προστ. <i>ἰῶ</i>, μέλ. ἰάσομαι [ᾱ], Ιων. [[ἰήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἰᾱσάμην</i>, Ιων. [[ἰησάμην]] — Παθ., βλ. κατωτ. (<i>ῑᾱ</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[έπειτα]] επίσης <i>ῐ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>ἀδικίαν ἰᾶσθαι</i>, σε Ευρ.· παροιμ., <i>μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ</i>, δηλ. μην κάνεις το [[κακό]] χειρότερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αόρ. αʹ [[ἰάθην]] [ᾱ] [[πάντοτε]] Παθ., γιατρεύομαι, [[ανανήφω]], [[επανακάμπτω]], σε Ανδοκ., Κ.Δ.· ομοίως, παρακ. <i>ἴᾱμαι</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἰάομαι:''' (ῑ, ῐ у Eur. Hipp. 597; fut. ἰάσομαι с ᾱσ - ион. [[ἰήσομαι]], aor. ἰᾱσάμην - ион. [[ἰησάμην]], pf. ἴᾱμαι; pass.: aor. [[ἰάθην]], fut. ἰᾱθήσομαι, pf. ἴᾱμαι)<br /><b class="num">1)</b> лечить (τινα βεβλημένον Hom.; νόσους Pind.; ἕλκεα Her.; τοὺς κάμνοντας Plat.; τὸ [[σῶμα]] Soph.; Μούσαις τὸν ἔρωτα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> исцелять, оздоровлять (τὴν φύσιν ἀνθρωπίνην Plat.; τινα ἀπὸ τῆς μάστιγος NT); pass. выздоравливать ([[βραδέως]] ἰαθῆναι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> исправлять, искупать, возмещать, заглаживать (τὸ [[βλαβέν]] Plat.; δύσγνοιαν, ἀδικίαν Eur.; σφαγὰς καὶ ἀνομίας Isocr.): μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ погов. Her., Thuc. не исправляй беду бедою, т. е. не ухудшай того, что и так плохо.
}}
}}