κλιτύς: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
(5) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλῑτύς:''' -ύος, ἡ, αιτ. πληθ. <i>κλιτῡς</i>, ([[κλίνω]]) πλαγιά, [[κατωφέρεια]], [[πλευρά]] βουνού, Λατ. [[divus]], σε Όμηρ., Σοφ. | |lsmtext='''κλῑτύς:''' -ύος, ἡ, αιτ. πληθ. <i>κλιτῡς</i>, ([[κλίνω]]) πλαγιά, [[κατωφέρεια]], [[πλευρά]] βουνού, Λατ. [[divus]], σε Όμηρ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλῑτύς:''' ύος ἡ (эп. acc.: sing. κλιτύν с ῡ, pl. κλιτῦς) скат, склон или холм Hom., Trag. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1455] ύος, ἡ, ein abschüssiger Ort, Abhang, Hügel; πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; ἐς κλιτὺν ἀναβάς Od. 5, 470; Παρνησία, Τ, ρυνθία, Soph. Ant. 1131 Trach. 270; δοχμιᾶν διὰ κλιτύων Eur. Alc. 578; sp. D., wie Nic. Al. 34 u. Nonn. [Bei Hom. ist υ in den zweisylbigen Casus lang.]
Greek (Liddell-Scott)
κλῑτύς: -ύος, ἡ, αἰτ. πληθ. κλιτῦς Ἰλ. Π. 390· (κλίνω)· ― κατωφέρεια, πλευρὰ βουνοῦ, λατ. clivus, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀδ. Ε. 470· Παρνησίαν ὑπὲρ κλιτὺν Σοφ. Ἀντ. 1145· Τιρυνθίαν πρὸς κλ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 270, κτλ. ― Λέξ. ποιητ. ῑ ἀείποτε· ῡ ἐν τῇ αἰτ. κλιτὺν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει· ἀλλ’ οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ἀττ..
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
pente, penchant, colline.
Étymologie: κλίνω.
Greek Monolingual
η (AM κλιτύς, -ύος)
βλ. κλε(ι)τύς.
Greek Monotonic
κλῑτύς: -ύος, ἡ, αιτ. πληθ. κλιτῡς, (κλίνω) πλαγιά, κατωφέρεια, πλευρά βουνού, Λατ. divus, σε Όμηρ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κλῑτύς: ύος ἡ (эп. acc.: sing. κλιτύν с ῡ, pl. κλιτῦς) скат, склон или холм Hom., Trag.