3,273,742
edits
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ. | |lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακρόχειρ:''' χειρος adj. долгорукий (прозвище Артаксеркса I, сына Ксеркса I) Plut. | |||
}} | }} |