μακρόχειρ: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.
|lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόχειρ:''' χειρος adj. долгорукий (прозвище Артаксеркса I, сына Ксеркса I) Plut.
}}
}}