Anonymous

μακρόχειρ: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />aux longues mains.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[χείρ]].
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />aux longues mains.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[χείρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.
}}
}}