Μαριανδυνοί: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(5)
(3)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μαριανδῡνοί:''' οἱ, [[λαός]] της Βιθυνίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μαριανδυνὸς [[θρηνητήρ]], [[κάποιος]] που εκστομίζει έναν άγριο, βαρβαρικό θρήνο, σε Αισχύλ.· πρβλ. [[Κίσσιος]].
|lsmtext='''Μαριανδῡνοί:''' οἱ, [[λαός]] της Βιθυνίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μαριανδυνὸς [[θρηνητήρ]], [[κάποιος]] που εκστομίζει έναν άγριο, βαρβαρικό θρήνο, σε Αισχύλ.· πρβλ. [[Κίσσιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Μᾰριανδῡνοί:''' οἱ мариандины (племя в вост. Вифинии, в районе Гераклеи) Her., Xen.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Μαριανδῡνοί: οἱ, λαός τις τῆς Βιθυνίας, Ἡρόδ. 1. 28, κτλ.· - ὅθεν Μαριανδυνὸς θρηνητήρ, ἐπὶ ἀνθρώπου θρηνοῦντος ἀγρίους βαρβαρικοὺς θρήνους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 937· πρβλ. Κίσσιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαριανδυνὸς θρῆνος· δαιμονίως γὰρ περὶ τοὺς θρήνους σπουδάζουσιν, ἄλλοι εἶδος ᾠδῆς τωθαστικῆς».

Greek Monotonic

Μαριανδῡνοί: οἱ, λαός της Βιθυνίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μαριανδυνὸς θρηνητήρ, κάποιος που εκστομίζει έναν άγριο, βαρβαρικό θρήνο, σε Αισχύλ.· πρβλ. Κίσσιος.

Russian (Dvoretsky)

Μᾰριανδῡνοί: οἱ мариандины (племя в вост. Вифинии, в районе Гераклеи) Her., Xen.