νικήεις: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῑκήεις:''' Δωρ. [[νικάεις]], [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, [[νικητής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''νῑκήεις:''' Δωρ. [[νικάεις]], [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, [[νικητής]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νῑκήεις:''' дор. νῑκάεις, άεσσα, ᾶεν (κᾱ) побеждающий, победоносный Anth.
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικήεις Medium diacritics: νικήεις Low diacritics: νικήεις Capitals: ΝΙΚΗΕΙΣ
Transliteration A: nikḗeis Transliteration B: nikēeis Transliteration C: nikieis Beta Code: nikh/eis

English (LSJ)

Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν,

   A conquering, AP 7.428.5 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.

Greek Monolingual

νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. φθογγ-ήεις)].

Greek Monotonic

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νῑκήεις: дор. νῑκάεις, άεσσα, ᾶεν (κᾱ) побеждающий, победоносный Anth.