σκῆπτον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῆπτον:''' τό, αντί [[σκῆπτρον]], μόνον στον Δωρ. τύπο [[σκᾶπτον]] και στα σύνθ. <i>σκηπτ-οῦχος</i>, [[σκηπτουχία]].
|lsmtext='''σκῆπτον:''' τό, αντί [[σκῆπτρον]], μόνον στον Δωρ. τύπο [[σκᾶπτον]] και στα σύνθ. <i>σκηπτ-οῦχος</i>, [[σκηπτουχία]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῆπτον:''' τό v. l. = [[σκῆπτρον]].
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 896] τό, statt σκῆπτρον, scheint sich nur in der dor. Form σκᾶπτον u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, σκηπτουχία erhalten zu haben.

Greek (Liddell-Scott)

σκῆπτον: τό, ἀντὶ σκῆπτρον, φαίνεται ὅτι εὑρίσκεται μόνον ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκᾶπτον, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοβάμων.

Greek Monotonic

σκῆπτον: τό, αντί σκῆπτρον, μόνον στον Δωρ. τύπο σκᾶπτον και στα σύνθ. σκηπτ-οῦχος, σκηπτουχία.

Russian (Dvoretsky)

σκῆπτον: τό v. l. = σκῆπτρον.