συνεργάτις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(6)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεργάτις:''' [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του [[συνεργάτης]].
|lsmtext='''συνεργάτις:''' [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του [[συνεργάτης]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Greek Monotonic

συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.