συμφαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφᾰγεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[συνεσθίω]].
|lsmtext='''συμφᾰγεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[συνεσθίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμφᾰγεῖν:''' inf. aor. 2 к [[συνεσθίω]].
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 991] aor. II. zu συνεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συμφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συνεσθίω, Πλάτ. Νόμ. 881D.

Greek Monotonic

συμφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συνεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

συμφᾰγεῖν: inf. aor. 2 к συνεσθίω.