3,277,291
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπαρνος:''' -ον, αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, δηλ. αυτός που θηλάζει [[αρνάκι]] ή (μεταφ.) [[μωρό]], [[βρέφος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὕπαρνος:''' -ον, αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, δηλ. αυτός που θηλάζει [[αρνάκι]] ή (μεταφ.) [[μωρό]], [[βρέφος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπαρνος:''' имеющая под собой, т. е. кормящая ягненка: ὕ. τις ὥς Eur. словно овца с ягнятами. | |||
}} | }} |