Anonymous

ὕπαρνος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαρνος:''' -ον, αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, δηλ. αυτός που θηλάζει [[αρνάκι]] ή (μεταφ.) [[μωρό]], [[βρέφος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὕπαρνος:''' -ον, αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, δηλ. αυτός που θηλάζει [[αρνάκι]] ή (μεταφ.) [[μωρό]], [[βρέφος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπαρνος:''' имеющая под собой, т. е. кормящая ягненка: ὕ. τις ὥς Eur. словно овца с ягнятами.
}}
}}