ὠκυδρόμας: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκυδρόμας:''' -ου, ὁ = το επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ὠκυδρόμας:''' -ου, ὁ = το επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκυδρόμᾱς:''' ου adj. m Anth. = [[ὠκυδρόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ὠκύδρομος, Epigr. ap. Paus.6.13.10.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκυδρόμας: -ου, ὁ, = ὠκύδρομος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 389.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ὠκύδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύδρομος, κατά τα αρσ. σε -ας].
Greek Monotonic
ὠκυδρόμας: -ου, ὁ = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκυδρόμᾱς: ου adj. m Anth. = ὠκυδρόμος.