μαστικτήρ: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(3)
m (pape replacement)
 
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαστικτήρ:''' ῆρος ὁ Aesch. v. l. = [[μαστίκτωρ]].
|elrutext='''μαστικτήρ:''' ῆρος ὁ Aesch. v. l. = [[μαστίκτωρ]].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, = [[μαστίκτωρ]], <i>Orac.Sib</i>.
}}
}}

Latest revision as of 16:53, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μαστικτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. μακιστήρ, μαστήρ.

Greek Monolingual

μαστικτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
μαστίκτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα -τήρ].

Russian (Dvoretsky)

μαστικτήρ: ῆρος ὁ Aesch. v. l. = μαστίκτωρ.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = μαστίκτωρ, Orac.Sib.