ἐνναυπηγέω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0846.png Seite 846]] darin Schiffe bauen, v. l. bei Thuc. 1, 13, für [[ναυπηγέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0846.png Seite 846]] darin Schiffe bauen, v. l. bei Thuc. 1, 13, für [[ναυπηγέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />construire des vaisseaux dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ναυπηγέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνναυπηγέω''': ναυπηγῶ [[πλοῖον]] ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.
|lstext='''ἐνναυπηγέω''': ναυπηγῶ [[πλοῖον]] ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />construire des vaisseaux dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ναυπηγέω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 14:55, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 846] darin Schiffe bauen, v. l. bei Thuc. 1, 13, für ναυπηγέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
construire des vaisseaux dans.
Étymologie: ἐν, ναυπηγέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναυπηγέω: ναυπηγῶ πλοῖον ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.

Spanish (DGE)

construir naves en en v. pas. ἐν Κορίνθῳ Th.1.13 (v.l.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνναυπηγέω: (где-л.) строить корабли (λέγονται τριήρεις ἐν Κορίνθῳ ἐναυπηγηθῆναι Thuc. - v. l. к ναυπηγηθῆναι Thuc.).