ἐξοριστικός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
(2) |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξοριστικός:''' могущий изгнать, изгоняющий ([[δύναμις]] Diog. L. - v. l. к [[ἐξεριστικός]]). | |elrutext='''ἐξοριστικός:''' [[могущий изгнать]], [[изгоняющий]] ([[δύναμις]] Diog. L. - v. l. к [[ἐξεριστικός]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 20 August 2022
German (Pape)
[Seite 887] ή, όν, verbannend, entfernend, δύναμις D. L. 10, 143.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοριστικός: -ή, -όν, ὁ ἐξορίζων, Διογ. Λ. 10. 143· ἀλλ’ ἴδε ἐξεριστικός.
Greek Monolingual
ἐξοριστικός, -ή, -όν (Α) εξόριση
αυτός που επιβάλλει την εξορία ως ποινή.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοριστικός: могущий изгнать, изгоняющий (δύναμις Diog. L. - v. l. к ἐξεριστικός).