ξηροτροφικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(3b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξηροτροφικός:''' питающийся (т. е. живущий) на суше, сухопутный Plat. | |elrutext='''ξηροτροφικός:''' [[питающийся]] (т. е. живущий) на суше, сухопутный Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 20 August 2022
German (Pape)
[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen lebend, trockne Nahrung liebend, Plat. Polit. 264 d.
Greek (Liddell-Scott)
ξηροτροφικός: -ή, -όν, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Πλάτ. Πολιτ. 264D, E.
Greek Monolingual
ξηροτροφικός, -ή, -όν (Α)
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόν
η εκτροφή ζώων της ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -τροφικός (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο-τροφικός:
Russian (Dvoretsky)
ξηροτροφικός: питающийся (т. е. живущий) на суше, сухопутный Plat.