σύρροια: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(4b)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύρροια:''' ἡ Polyb. = [[συρροή]].
|elrutext='''σύρροια:''' ἡ Polyb. = [[συρροή]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύρροια -ας, ἡ [σύρροος] samenstroming, conflux. Hp. Alim. 23.
}}
}}

Revision as of 09:02, 1 January 2019

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και σύνροια Α συρρέω
συρροή («ἡ... ἐς τὴν γαστέρα ξύρροια τοῡ πύου», Αρετ.).

Russian (Dvoretsky)

σύρροια: ἡ Polyb. = συρροή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύρροια -ας, ἡ [σύρροος] samenstroming, conflux. Hp. Alim. 23.