μάγνης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0079.png Seite 79]] ητος, ἡ, s. nom. pr., davon [[λίθος]] μαγνήτης od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος, der Magnetstein, der früher [[λίθος]] Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533 d, ἐν τῇ λίθῳ, ἣν [[Εὐριπίδης]] μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. u. a. Sp., Ep. ad. 30 (XII, 152). – Auch ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet u. gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttm. in Wolfs Anal. II p. 5 ff.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0079.png Seite 79]] ητος, ἡ, s. nom. pr., davon [[λίθος]] μαγνήτης od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος, der Magnetstein, der früher [[λίθος]] Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533 d, ἐν τῇ λίθῳ, ἣν [[Εὐριπίδης]] μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. u. a. Sp., Ep. ad. 30 (XII, 152). – Auch ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet u. gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttm. in Wolfs Anal. II p. 5 ff.
}}
{{elru
|elrutext='''μάγνης:''' ητος ὁ магнит ([[σιδηραγωγός]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[piedra imán]]
|esgtx=[[piedra imán]]
}}
{{elru
|elrutext='''μάγνης:''' ητος ὁ магнит ([[σιδηραγωγός]] Sext.).
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 79] ητος, ἡ, s. nom. pr., davon λίθος μαγνήτης od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος, der Magnetstein, der früher λίθος Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533 d, ἐν τῇ λίθῳ, ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. u. a. Sp., Ep. ad. 30 (XII, 152). – Auch ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet u. gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttm. in Wolfs Anal. II p. 5 ff.

Russian (Dvoretsky)

μάγνης: ητος ὁ магнит (σιδηραγωγός Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

μάγνης: «κυβευτικοῦ βόλου προσηγορία» Ἡσύχ.
ητος, ὁ, κάτοικος τῆς ἐν Θεσσαλίᾳ Μαγνησίας, Ἰλ. Β. 756, Σοφ. Ἠλ. 705, κτλ.· ἢ τῆς ἐν Λυδίᾳ, Ἡρόδ. 3. 40, κτλ.· θηλ. Μάγνησσα, Θεόκρ. 22. 79· - ἐπίθ. Μαγνητικός, ή, όν, ἀνήκων εἰς τὸν Μάγνητα ἢ τὴν Μαγνησίαν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 492· θηλ. Μαγνῆτις, ιδος, ἵππος Πινδ. Π. 2. 85. ΙΙ. Μαγνῆτις λίθος, ἡ, ὁ μαγνήτης, Εὐρ. Ἀποσπ. 571, πρβλ. Πλάτ. Ἴωνα 533D, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· ὡσαύτως, ἡ Μαγνησία λίθος Ἱππ. 543. 28, Ἀχ. Τάτ. 1. 17· ἡ Μάγνησσα Ὀρφ. Λιθ. 302· ὁ Μάγνης λίθος Διοσκ. 5. 148, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 20· ὁ Μάγνης μόνον, Ἀλέξ. Ἀφρ.· πρβλ. Ἡράκλειος. 2) Μαγνῆτις λίθος, ὡσαύτως, ὀρυκτόν τι ὁμοιάζον πρὸς ἄργυρον, Θεοφρ. π. Λίθ. 41· ἴδε Buttm. ἐν Wolf’s Mus. 2. σ. 5 ἑξ.

Spanish

piedra imán