διαφανῶς: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(1b)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαφᾰνῶς:''' явственно, ясно (σημαίνειν Xen.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.).
|elrutext='''διαφᾰνῶς:''' явственно, ясно (σημαίνειν Xen.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.).
}}
{{elnl
|elnltext=διαφανῶς adv. van διαφανής.
}}
}}

Revision as of 06:52, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

adv.
clairement, évidemment.
Étymologie: διαφανής.

Russian (Dvoretsky)

διαφᾰνῶς: явственно, ясно (σημαίνειν Xen.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαφανῶς adv. van διαφανής.