θιός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(2b)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θιός]])<br />[[θεός]] (α. «[[θιός]] [[τόνε]] στέλνει», Παπαδ.<br />β. «[[θιός]] σχωρέσ' τον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βοιωτ. και κρητ. τ. του [[θεός]]. Ο νεοελλ. [[θιός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] με [[μετατροπή]] του ατόνου [[e]] σε ημίφωνο [[i]] προ φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηλέα]] &GT; <i>μηλεά</i> &GT; [[μηλιά]])].
|mltxt=ο (ΑΜ [[θιός]])<br />[[θεός]] (α. «[[θιός]] [[τόνε]] στέλνει», Παπαδ.<br />β. «[[θιός]] σχωρέσ' τον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βοιωτ. και κρητ. τ. του [[θεός]]. Ο νεοελλ. [[θιός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] με [[μετατροπή]] του ατόνου [[e]] σε ημίφωνο [[i]] προ φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηλέα]] > <i>μηλεά</i> > [[μηλιά]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θιός:''' ὁ беот. = [[θεός]] I.
|elrutext='''θιός:''' ὁ беот. = [[θεός]] I.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

θιός: «θεός. Κρῆτες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θιός)
θεός (α. «θιός τόνε στέλνει», Παπαδ.
β. «θιός σχωρέσ' τον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. και κρητ. τ. του θεός. Ο νεοελλ. θιός < θεός με μετατροπή του ατόνου e σε ημίφωνο i προ φωνήεντος (πρβλ. μηλέα > μηλεά > μηλιά)].

Russian (Dvoretsky)

θιός: ὁ беот. = θεός I.