θιός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(2b) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[θιός]])<br />[[θεός]] (α. «[[θιός]] [[τόνε]] στέλνει», Παπαδ.<br />β. «[[θιός]] σχωρέσ' τον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βοιωτ. και κρητ. τ. του [[θεός]]. Ο νεοελλ. [[θιός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] με [[μετατροπή]] του ατόνου [[e]] σε ημίφωνο [[i]] προ φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηλέα]] | |mltxt=ο (ΑΜ [[θιός]])<br />[[θεός]] (α. «[[θιός]] [[τόνε]] στέλνει», Παπαδ.<br />β. «[[θιός]] σχωρέσ' τον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βοιωτ. και κρητ. τ. του [[θεός]]. Ο νεοελλ. [[θιός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] με [[μετατροπή]] του ατόνου [[e]] σε ημίφωνο [[i]] προ φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηλέα]] > <i>μηλεά</i> > [[μηλιά]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θιός:''' ὁ беот. = [[θεός]] I. | |elrutext='''θιός:''' ὁ беот. = [[θεός]] I. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
θιός: «θεός. Κρῆτες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θιός)
θεός (α. «θιός τόνε στέλνει», Παπαδ.
β. «θιός σχωρέσ' τον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. και κρητ. τ. του θεός. Ο νεοελλ. θιός < θεός με μετατροπή του ατόνου e σε ημίφωνο i προ φωνήεντος (πρβλ. μηλέα > μηλεά > μηλιά)].
Russian (Dvoretsky)
θιός: ὁ беот. = θεός I.