λελιμμένος: Difference between revisions

From LSJ
(3)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λελιμμένος''': ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.
|lstext='''λελιμμένος''': ἴδε ἐν λέξ. [[λίπτω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>part. pf. de</i> λίπτομαι, v. [[λίπτω]].
|btext=η, ον :<br /><i>part. pf. de</i> [[λίπτομαι]], v. [[λίπτω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:02, 17 November 2019

Greek (Liddell-Scott)

λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.

Greek Monotonic

λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.

Russian (Dvoretsky)

λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.