περικαθαρμός: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περικᾰθαρμός:''' ὁ очищение Plat.
|elrutext='''περικᾰθαρμός:''' ὁ [[очищение]] Plat.
}}
}}

Revision as of 10:23, 23 August 2022

German (Pape)

[Seite 578] ὁ, Plat. Legg. VII, 815 c, v. l. für περὶ καθαρμούς.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθαρμός: ὁ, ἁγνισμός, καθαρμός, Πλάτ. Νόμ. 815C.

Greek Monolingual

ὁ, Α περικαθαίρω
πλήρης εξαγνισμός.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰθαρμός:очищение Plat.