Τρινακρία: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(4b) |
(1b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Τρῑνακρία:''' ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr. | |elrutext='''Τρῑνακρία:''' ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Τρῑνακρία, ἡ,<br />Sicily, a later form of [[Θρινακίη]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
Τρῑνακρία: ἡ, ὄνομα τῆς Σικελίας, νεώτερος τύπος τοῦ Θρινακίη (ὃ ἴδε), Θουκ. 6. 2, Στράβ. 265. - Ἐπίθ. Τρῑνάκριος, α, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 18, κλπ.· μετὰ θηλ. Τρῑνακρίς, ίδος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 627. - Ὡσαύτως φέρεται Τρῑνακίη. Διογ. Π. 434, 467, ἴδε Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 226, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la Trinacrie (litt. aux trois sommets) anc. n. de la Sicile, à cause de ses trois promontoires.
Étymologie: τρεῖς, ἄκρα.
Greek Monotonic
Τρῑνακρία: ἡ, όνομα της Σικελίας, νεώτερος τύπος του Θρινακίη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Τρῑνακρία: ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr.
Middle Liddell
Τρῑνακρία, ἡ,
Sicily, a later form of Θρινακίη, Thuc.