blauw: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(nlel) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[γλαυκός]], [[κυανοῦς]] | |nleltext=#[[blue]]: [[γλαυκός]], [[κυανοῦς]] | ||
#[[drunk]]: [[ἀκρατοκώθων]], [[ἀμπέλινος]], [[βεβρεγμένος]], [[διάχριστος]], [[ἔξοινος]], [[ἐξῳνωμένος]], [[κάτοινος]], [[μέθῃ βρεχθείς]], [[μεθυπλήξ]], [[μεθυσθείς]], [[μέθυσος]], [[μεθυστάς]], [[μεθυστής]], [[μεθύων]], [[οἰνοβρεχής]], [[οἰνόληπτος]], [[οἰνοπλήξ]], [[οἰνόφλυξ]], [[οἰνῳθείς]], [[παροινικός]], [[πάροινος]], [[πεπωκώς]], [[ποτός]], [[ὑπερπλησθεὶς μέθῃ]], [[ᾠνωμένος]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 13 June 2024
Dutch > Greek
- blue: γλαυκός, κυανοῦς
- drunk: ἀκρατοκώθων, ἀμπέλινος, βεβρεγμένος, διάχριστος, ἔξοινος, ἐξῳνωμένος, κάτοινος, μέθῃ βρεχθείς, μεθυπλήξ, μεθυσθείς, μέθυσος, μεθυστάς, μεθυστής, μεθύων, οἰνοβρεχής, οἰνόληπτος, οἰνοπλήξ, οἰνόφλυξ, οἰνῳθείς, παροινικός, πάροινος, πεπωκώς, ποτός, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, ᾠνωμένος