επίνικος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]].
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐπίνικος, -ον (AM) νίκη
το αρσ. ως ουσ.ἐπίνικος
ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)
αρχ.
ο επινίκιος.